Griechische Definition zu ατέρμονος -η -ο
ατέρμονος, -η, -ο [atérmonos] (L)
① endless, unbounded, divmitless, (syn ατέρμων 1, near-syn απέραντος 2, απεριόριστος 1):
ατέρμονη καμπύλη |
θέλει να δηλώσει πως είναι ο κύκλος της ατέρμονης ιδέας του θεού (Karantonis) |
με τη χυτή αυτή φωτοσκίαση .. συντελεί στο να φαίνεται η επιφάνεια ατέρμονη, δίχως όρια (Pallas) |
βυθιζόμουνα στο ατέρμονο βάθος του χρόνου (Gialourakis)
ⓐ endless, continuous, perpetual (syn ατέρμων 1b, near-syn ασταμάτητος 1, ατέλειωτος 2, παντοτινός):
ατέρμονη αναζήτηση, ζωή, μελωδία, πορεία |
ο πολιτισμός μας μας οδηγεί σ' ένα ατέρμονο μποτιλιάρισμα |
οι νεκροί Φαραώ γύρεψαν να κρύψουν .. τα επίγεια αγαθά τους, για να τα έχουν συμπαραστάτες τους στην ατέρμονη αποδημία τους (Thrylos) |
τα έθνη προκόβουν, όταν στην ατέρμονη αυτή λαμπαδηφορία η φλόγα της λαμπάδας στο κάθε νεότερο χέρι φουντώνει όλο και πιο πολύ (Kakridis)
② boundless, immense, enormous, long (syn in ατέλειωτος 2b):
ατέρμονος -η -ο |
ατέρμονη ερημιά, θάλασσα, πεδιάδα |
ατέρμονο δάσος |
όπως κι αν προχωρούσε, έμπαινε στην ατέρμονη χώρα του σκοταδιού (LAkritas) |
αποκεί και πέρα αρχίζει η ατέρμονη των νερών έκταση, ο μεγάλος Aτλαντικός ωκεανός (Ouranis) |
είναι ψηλή, τα πόδια της χυτά κι ατέρμονα (Chakkas)
③ fig long-drawn, interminable, protracted (syn in ατέλειωτος 2c):
ατέρμονη αφήγηση, μοναξιά, ονειροπόληση, συζήτηση |
ατέρμονες διαπραγματεύσεις |
ο B. έχει κάτι περισσότερο απ' την αχαλίνωτη και ατέρμονη πλημμύρα του λόγου (Spandonidis) |
φθάνει .. στην πλατεία του Aγίου Mάρκου ύστερα από μια μακριά και σαν ατέρμονη περιπλάνηση μέσα στα σοκάκια (Thrylos)
ⓑ inexhaustible, endless, great, profound (syn in ατέλειωτος 3):
ατέρμονη θλίψη |
είναι η ατέρμονη βιβλιακή γνώση, που μια ζωή ανθρώπου δε φτάνει να την εξαντλήσει (Prevelakis)
[der of ατέρμων]
[...]
http://www.greek-language.gr